Γενικά για τις βελανιδιές
(από το Φυτολογικό Λεξικό του Θεόφραστου):
Πρόκειται για θάμνους ή ψηλά δέντρα αειθαλή ή φυλλοβόλα, με φύλλα ακέραια, κολπωτά ή πτεροσχιδώς έλλοβα, λειόχειλα ή οδοντωτά. Τα αρσενικά άνθη κρέμονται σε λεπτούς αραιούς ιούλους, ενώ τα θηλυκά είναι συνήθως επιφυή. Ο καρπός τους, το γνωστό βελανίδι, είναι ωοειδής ή σφαιρικός και στη βάση περιβάλλεται από τα λέπια του άνθους που αποξυλούνται και σχηματίζουν κύπελλο.
Ο καρπός χρησιμοποιούνταν από την αρχαιότητα ως τροφή ανθρώπων (μερικά είδη) και ζώων, καθώς και στη βαφική και τη βυρσοδεψία. Το ξύλο της θεωρείται από τα καλύτερα, επειδή δεν σαπίζει, είναι σκληρό και συμπαγές και με ωραίους κυματισμούς.
Στην αρχαιότητα πίστευαν πως ήταν ενσάρκωση των νυμφών Αμαδρυάδων ή Δρυάδων, των οποίων η ζωή εξαρτιόταν από την ύπαρξη του δέντρου. Οι δρυμοί η δρυμώνες, δηλαδή τα δάση από δρυς, ήταν αφιερωμένα στον Δία και είχαν τη δύναμη να χρησμοδοτούν, όπως οι ιερές δρυς της Δωδώνης.
Δρυς η κοκκοφόρος - Quercus coccifera L.
Συν.: Πουρνάρι, πρινάρι, κατσιδοπούρναρο, απρινιά
English name : Kermes oak
Το πουρνάρι είναι ένα δενδρύλλιο πυκνόκλαδο και πυκνόφυλλο, με φλοιό ελάχιστα ρικνό. Φύλλα μικρά, σκληρά, δερματώδη, βραχύμισθα, σχεδόν επιφυή, ωοειδή, προμήκη, οδοντωτά - αγκαθωτά, ανοιχτοπράσινα, στιλπνά. Αρσενικά άνθη σε βραχείς ιούλους, με περιάνθιο τετραμερές και τέσσερις στήμονες. Καρπός πικρός, σχεδόν επιφυής με κύπελλο ημισφαιρικό, χνουδωτό, αγκαθωτό και βελανίδι πρόμηκες, ωοειδές. Είδος κοινό της ελληνικής χλωρίδας στη ζώνη των σκληρόφυλλων θάμνων. Επάνω στα φύλλα του αναπτύσσεται ένα μικρό κοκκοειδές ημίπτερο έντομο που παρέχει την ερυθροπόρφυρη χρωστική "κρεμμέζι" ή "πρινοκόκκι". Το ξύλο του είναι σκληρό και δεν σαπίζει.
(Πηγή: Θεόφραστος, Άπαντα 11, Φυτολογικό Λεξικό κατά Θεόφραστο, εκδ. Κάκτος, 1998)
Δρυς η κοκκοφόρος - Quercus coccifera L. Όλυμπος 2013
Δρυς η κοκκοφόρος - Quercus coccifera L., Όλυμπος 2013
Δρυς η κοκκοφόρος - Quercus coccifera L., Όλυμπος 2012
Δρυς η κοκκοφόρος - Quercus coccifera L., Όλυμπος 2012
Δρυς η κοκκοφόρος - Quercus coccifera L., Όλυμπος, 2012
Πεσμένα βελανίδια από τη Δρυ την κοκκοφόρο - Quercus coccifera L., Όλυμπος, 2012
Κόκκος ο βαφικός
Κόκκινα εξογκώματα (κηκίδια) από τον Κόκκο το βαφικό, πάνω σε φύλλα πουρναριού (Δρυς η κοκκοφόρος - Quercus coccifera L.), Όλυμπος, Απρίλιος 2012.
“Το πρινοκόκκι ή
κικίδι ή κρεμέζ, (κόκκος ή κέρμης ο βαφικός), επί αιώνες αποτελούσε πηγή
εισοδήματος για πολλές ελληνικές περιοχές. Είναι έντομα που αναπτύσσονται
στα φύλλα της βελανιδιάς. Τα θηλυκά του κέρμητος σχηματίζουν μετά την
ανοιξιάτικη γονιμοποίησή τους μικρό εξοίδημα στο φύλλο όπου εναποθέτουν δύο
χιλιάδες περίπου αυγά και μία χρωστική ουσία. Οι χωρικοί συγκέντρωναν τους
κόκκους πριν εκκολαφθούν τα αυγά, τους έβρεχαν με ξίδι και κρασί και τους
στέγνωναν στον ήλιο. Έτσι οι κόκκοι έχαναν το επικονίαμά τους και αποκτούσαν
ερυθρόφαιον χρώμα. Έχουν μέγεθος πιπεριού ή μπιζελιού, είναι σταυροειδείς
και περιέχουν μια κόκκινη κονιώδη μάζα. Έδινε βαθύ κόκκινο χρώμα στα μαλλιά
και στα μετάξια".
Πηγή:http://www.vatika2000.com/plirofories/arxeio%20eidhsewn/eidhseis%202008/02-2008/12.%20o%20drumwn%20twn%20belanidiwn%2022-2-2008/o%20drumwn%20twn%20belanidiwn.htm
Επίσης, σύμφωνα με τον Έλμουτ Μπάουμαν στο "η ελληνική χλωρίδα στο μύθο, στην τέχνη, στη λογοτεχνία" (Εκδ. Ελληνική Εταιρεία Προστασίας της Φύσεως), "στην αρχαία Ελλάδα έβαφαν εκτός από το μαλλί, τα δέρματα και τα εισαγόμενα υφάσματα από μετάξι, με τον κόκκο τον βαφικό (από τον οποίο προέρχεται και η ονομασία κόκκινο). Επειδή το χρώμα ήταν ακριβό το κρατούσαν για τους πλούσιους. Κατά τον Πλούταρχο, αναφέρει ο Μπάουμαν, ο Θησέας χρησιμοποίησε πανιά που ήταν βαμμένα με τέτοιο χρώμα όταν πήγε στην Κρήτη για να νικήσει τον Μινόταυρο. Στη Σπάρτη δεν συμπαθούσαν τους βαφείς γιατί αφαιρούσαν από το μαλλί το ωραίο άσπρο χρώμα του, για να γελάσουν έτσι τη φύση. Σε νεώτερα χρόνια όμως, οι Σπαρτιάτες έβαφαν τον πολεμικός τους ρουχισμό κόκκινο για να μη διακρίνονται οι λεκέδες με αίμα".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου