Όλυμπος: Χλωρίδα και πανίδα

Ο Όλυμπος, το υψηλότερο βουνό της Ελλάδας (2.918 μ.) είναι μυθικό βουνό, ένα παγκόσμιο μνημείο φυσικής κληρονομιάς και πόλος έλξης αμέτρητων επισκεπτών. Ο Όλυμπος και τα Πιέρια όρη, ως συνέχεια του ορεινού όγκου, παρουσιάζουν τεράστιο βοτανολογικό ενδιαφέρον και η πλούσια χλωρίδα που ξεπερνά τα 1670 είδη φυτών είναι μια τεράστια φυσική κληρονομιά. Η παρατήρηση των λουλουδιών, δίνει μια άλλη διάσταση στις πεζοπορικές διαδρομές και συμπληρώνει την εμπειρία και τις γνώσεις μας στην κατανόηση του κόσμου που μας περιβάλλει.Bird watching είναι το κίνημα που ξύπνησε το ενδιαφέρον για τον κόσμο των πτηνών. Wildflower watching θα μπορούσε να γίνει το αντίστοιχο για την παρατήρηση των αγριολούλουδων και της χλωρίδας γενικότερα. Αφήνοντας τα βήματα μας από το βουνό παίρνουμε μαζί μόνο τις αναμνήσεις, μερικές φωτογραφίες και δίνουμε τη διαβεβαίωση ότι το θαύμα της φύσης θα συνεχίσει να υπάρχει και για τους άλλους για να το απολαύσουν. Όλο το φωτογραφικό υλικό που δημοσιεύεται στο blog είναι από προσωπικές καταγραφές και η παρουσίαση των φυτών συνδιάζεται με την περίοδο ανθοφορίας και καταγραφής σε συγκεκριμένο χρόνο και περιοχή του Ολύμπου. Χρήσιμα είναι τα σχόλιά σας και οι παρατηρήσεις σας για τη βελτίωση και τη διόρθωση ακόμη στοιχείων που δημοσιεύονται.

"Ο ερευνητής πρέπει να ακολουθεί αυτό που ψάχνει, αλλά και να βλέπει αυτό που δεν έψαχνε". Κλοντ Μπερνάρ

Μετάφραση σε άλλη γλώσσα

English French German Spain Italian Dutch Russian Portuguese Japanese Korean Arabic Chinese Simplified

Τετάρτη 7 Φεβρουαρίου 2018

Αγριόγιδο (Rupicapra rupicapra balcanica) - Balkan Chamois


Αγριόγιδο

Rupicapra rupicapra balcanica (Bolkay, 1925)

  Balkan Chamois 

Από τους πιο ...«επιφανείς κατοίκους» του Ολύμπου, το Aγριόγιδο (Rupicapra ruicapra balcanica)  συγκαταλέγεται στα «σχεδόν απειλούμενα» είδη θηλαστικών της Ελλάδας και το κυνήγι του απαγορεύεται. Προστατεύεται από την ελληνική νομοθεσία και περιλαμβάνεται στα Παραρτήματα ΙΙ και IV της Οδηγίας 92/43/ΕΟΚ, στο Κόκκινο Βιβλίο των Απειλούμενων Ζώων της Ελλάδας και στη Σύμβαση της Βέρνης.
Πρόκειται για ορεσίβιο είδος της Βαλκανικής χερσονήσου, υποείδος του Αγριόγιδου (Rupicapra rupicapra) που απαντάται στους ορεινούς όγκους της νότιας, κεντρικής Ευρώπης και στον Καύκασο. Aνήκει στην οικογένεια των Βοειδών (Bovidae) και στην τάξη των Αρτιοδάκτυλων (Artiodactyla).
Θεωρείται πως η φυλή του προέρχεται από έναν κοινό πρόγονο, την παχυγκαζέλα, που έζησε στην Κεντρική και Ανατολική Ασία πριν από τρία εκατομμύρια χρόνια. Δεν ανήκει στο ίδιο είδος με το αγριοκάτσικο (γνωστό και ως αγρίμι ή κρι-κρι) της Κρήτης και δεν είναι δυνατή η επιμειξία με την οικόσιτη αίγα. 

Περιγραφή:
Φέρει όλο το χρόνο χαρακτηριστικά οξύληκτα, όρθια και λυγισμένα προς τα πίσω κέρατα, χωρίς διακλαδώσεις, σαν αγκίστρια. Το τρίχρωμά του είναι ανοιχτόχρωμο γκρι-καφέ κατά την περίοδο του καλοκαιριού και σκουρόχρωμο καφέ, σχεδόν μαύρο τοv χειμώνα. Στο πρόσωπο έχει λευκό χρώμα με δύο καφέ πλευρικές λωρίδες που εκτείνονται από τα κέρατα και τα αυτιά ως τα ρουθούνια και καλύπτουν τα μάτια, σαν να φοράει μάσκα. 

 

Βιότοπος – Οικολογία:
Είναι ημερόβιο και φυτοφάγο είδος. Κινείται τις πρωινές και απογευματινές ώρες και εκτός από πόες, λειχήνες και βρύα το χειμώνα καταναλώνει, σε περίπτωση χιονόπτωσης,  βλαστούς και τρυφερά κλαδιά, αν και πολλά από τα νεαρά ζώα πεθαίνουν τελικά από την έλλειψη τροφής και από το κρύο. 
Είναι ένα ρωμαλέο και περήφανο ζώο, εξαιρετικά ευκίνητο που κινείται με χάρη και επιδεξιότητα, κάνοντας εντυπωσιακά και μεγάλα άλματα με ασφαλή προσγείωση. Με ένα και μόνο άλμα,  μπορεί να περάσει χάσματα φαρδύτερα των 7 μέτρων ή να «πέσει» 15 μέτρα κατακόρυφα μέχρι ένα στενό «πατάρι». Στην εξαιρετική του αυτή ισορροπία συμβάλλουν οι οπλές που φέρει στα πόδια του (καθώς ανήκει στα οπληφόρα θηλαστικά), οι οποίες είναι σκληρές και ελαστικές ταυτόχρονα, ώστε να καθιστούν σταθερό το πάτημά του στις προεξοχές των βράχων, αλλά και στο παγωμένο χιόνι (όταν το χιόνι είναι μαλακό, οι χηλές -τα δάχτυλα- ανοίγουν ώστε το ζώο να πατάει σε μεγαλύτερη επιφάνεια και να βουλιάζει λιγότερο).  
  

Βιότοπός του οι απότομες δασωμένες πλαγιές κωνοφόρων, οι επικλινείς πλαγιές που καταλήγουν σε απόκρημνες κορυφές και τα αλπικά λιβάδια. Προς το τέλος του καλοκαιριού όπως και το φθινόπωρο, στον Όλυμπο απαντάται σε υψόμετρα άνω των 1.800 μέτρων, ενώ τον χειμώνα κατεβαίνει χαμηλότερα προκειμένου να βρει τροφή. Το Οροπέδιο των Μουσών και οι κορυφές Στεφάνι, Σκολιό και Τούμπα ανήκουν στους πιο τυπικούς θερινούς βιοτόπους του.
Tα θηλυκά σχηματίζουν μικρές αγέλες μαζί με τα νεαρά αγριόγιδο, ενώ τα αρσενικά ζουν μόνα τους σε επικράτειες. Ζευγαρώνει Οκτώβριο – Δεκέμβριο και γεννάει ένα,  σπανιότερα δύο νεογνά τους μήνες Μάϊο - Ιούνιο. Ζει 15-20 έτη.






Γεωγραφική εξάπλωση:
Στην Ελλάδα, κατά το παρελθόν, το αγριόγιδο υπήρχε σε όλα τα βουνά της ηπειρωτικής χώρας. Σήμερα απαντάται σε πολύ λιγότερες περιοχές και σε εξαιρετικά μικρούς και απομονωμένους πληθυσμούς στον Όλυμπο, τη βόρεια και νότια Πίνδο, τη Ροδόπη, τη Γκιώνα, την Οίτη και στην οροσειρά της Τζένας. Από αυτούς τους πληθυσμούς πιθανότατα βιώσιμοι να θεωρούνται μόνο τέσσερις, σύμφωνα με το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλούμενων Ζώων της Ελλάδας. Ο πληθυσμός του Ολύμπου σύμφωνα με τον Φορέα Διαχείρισης Εθνικού Δρυμού Ολύμπου εκτιμάται γύρω στα 200 άτομα. 

Απειλές:
Κυριότερες απειλές για το Αγριόγιδο (Rupicapra rupicapra) είναι  η λαθροθηρία και η διάνοιξη δασικών ορεινών δρόμων, η δόμηση μέσα στην προστατευόμενη περιοχή και οι απομονωμένοι πληθυσμοί, οι οποίοι δεν επικοινωνούν μεταξύ τους.

Βιβλιογραφία:

Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλόζωων της Ελλάδας, (επιμ.) Μ. Κανδεινός, Α. Λεγάκις, Εκδ. Ελληνική Ζωολογική Εταιρεία - Ελληνική Ορνιθολογική Εταιρεία, Αθήνα 1992.
Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Ζώων της Ελλάδας, (επιμ.) Α. Λεγάκις, Π. Μαραγκού, Eκδ. Ελληνική Ζωολογική Εταιρεία,  Αθήνα 2009.